κακόσχημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόσχημος η κακόσχημη το κακόσχημο
      γενική του κακόσχημου της κακόσχημης του κακόσχημου
    αιτιατική τον κακόσχημο την κακόσχημη το κακόσχημο
     κλητική κακόσχημε κακόσχημη κακόσχημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόσχημοι οι κακόσχημες τα κακόσχημα
      γενική των κακόσχημων των κακόσχημων των κακόσχημων
    αιτιατική τους κακόσχημους τις κακόσχημες τα κακόσχημα
     κλητική κακόσχημοι κακόσχημες κακόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κακόσχημος < ελληνιστική κοινή κακόσχημος < αρχαία ελληνική κακός + σχῆμα (< ἔχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈko.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακόσχημος
παρώνυμο: κακάσχημος

Επίθετο

κακόσχημος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.