ασουλούπωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασουλούπωτος | η | ασουλούπωτη | το | ασουλούπωτο |
| γενική | του | ασουλούπωτου | της | ασουλούπωτης | του | ασουλούπωτου |
| αιτιατική | τον | ασουλούπωτο | την | ασουλούπωτη | το | ασουλούπωτο |
| κλητική | ασουλούπωτε | ασουλούπωτη | ασουλούπωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασουλούπωτοι | οι | ασουλούπωτες | τα | ασουλούπωτα |
| γενική | των | ασουλούπωτων | των | ασουλούπωτων | των | ασουλούπωτων |
| αιτιατική | τους | ασουλούπωτους | τις | ασουλούπωτες | τα | ασουλούπωτα |
| κλητική | ασουλούπωτοι | ασουλούπωτες | ασουλούπωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασουλούπωτος < α- + σουλουπώ(νω) + -τος
Επίθετο
ασουλούπωτος, -η, -ο
- (για άνθρωπο) που δεν έχει καλοσχηματισμένο σώμα με αρμονικές αναλογίες
- (για άνθρωπο) χωρίς προσεγμένη εμφάνιση, κακοντυμένος
- (για ρούχο) κακοραμμένος, άκομψος, αταίριαστος με τις σωματικές αναλογίες αυτού που τον φοράει
Συγγενικά
- ασουλούπωτα
- → δείτε τη λέξη σουλούπι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.