ασουλούπωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασουλούπωτος η ασουλούπωτη το ασουλούπωτο
      γενική του ασουλούπωτου της ασουλούπωτης του ασουλούπωτου
    αιτιατική τον ασουλούπωτο την ασουλούπωτη το ασουλούπωτο
     κλητική ασουλούπωτε ασουλούπωτη ασουλούπωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασουλούπωτοι οι ασουλούπωτες τα ασουλούπωτα
      γενική των ασουλούπωτων των ασουλούπωτων των ασουλούπωτων
    αιτιατική τους ασουλούπωτους τις ασουλούπωτες τα ασουλούπωτα
     κλητική ασουλούπωτοι ασουλούπωτες ασουλούπωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασουλούπωτος < α- + σουλουπώ(νω) + -τος

Επίθετο

ασουλούπωτος, -η, -ο

  1. (για άνθρωπο) που δεν έχει καλοσχηματισμένο σώμα με αρμονικές αναλογίες
  2. (για άνθρωπο) χωρίς προσεγμένη εμφάνιση, κακοντυμένος
  3. (για ρούχο) κακοραμμένος, άκομψος, αταίριαστος με τις σωματικές αναλογίες αυτού που τον φοράει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.