intempérie

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
intempérie intempéries

Ουσιαστικό

intempérie (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η απορρύθμιση του κλίματος
  2. (στον πληθυντικό) η κακοκαιρία· γενικός όρος που περιλαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τον άνεμο, κ.ά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.