παλιόκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παλιόκαιρος | οι | παλιόκαιροι |
| γενική | του | παλιόκαιρου | των | παλιόκαιρων |
| αιτιατική | τον | παλιόκαιρο | τους | παλιόκαιρους |
| κλητική | παλιόκαιρε | παλιόκαιροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παλιόκαιρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.