διαβολόκαιρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαβολόκαιρος | οι | διαβολόκαιροι |
| γενική | του | διαβολόκαιρου | των | διαβολόκαιρων |
| αιτιατική | τον | διαβολόκαιρο | τους | διαβολόκαιρους |
| κλητική | διαβολόκαιρε | διαβολόκαιροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κακοκαιρία
Μεταφράσεις
διαβολόκαιρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.