καθοδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καθοδικός | η | καθοδική | το | καθοδικό |
| γενική | του | καθοδικού | της | καθοδικής | του | καθοδικού |
| αιτιατική | τον | καθοδικό | την | καθοδική | το | καθοδικό |
| κλητική | καθοδικέ | καθοδική | καθοδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καθοδικοί | οι | καθοδικές | τα | καθοδικά |
| γενική | των | καθοδικών | των | καθοδικών | των | καθοδικών |
| αιτιατική | τους | καθοδικούς | τις | καθοδικές | τα | καθοδικά |
| κλητική | καθοδικοί | καθοδικές | καθοδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θo.ðiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐δι‐κός
Επίθετο
καθοδικός
- έχει κατεύθυνση προς τα κάτω
- ↪ η επίδοσή του στα διαγνωνίσματα παρουσιάζει καθοδική πορεία
- που έχει κατεύνθση προς το κέντρο της πόλης ή προς τη θάλασσα
Αντώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
- καθοδική ακτίνα
- καθοδική λυχνία ή καθοδικός σωλήνας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
καθοδικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.