καζίνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καζίνο τα καζίνα
      γενική του καζίνου των καζίνων
    αιτιατική το καζίνο τα καζίνα
     κλητική καζίνο καζίνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καζίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική casino, υποκοριστικό του casa < λατινική casa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kat-
Αίθουσα καζίνο με διάφορα παιχνίδια.

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈzi.no/

Ουσιαστικό

καζίνο ουδέτερο

  • μεγάλος και, συνήθως, πολυτελής χώρος όπου διατίθενται νόμιμα τυχερά παιχνίδια, όπως ζάρια, ρουλέτα, χαρτιά κ.λπ.
    Τα χρήματα που παίχτηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2007 σε έξι από τα οκτώ καζίνα της χώρας είναι κατά 15,7% περισσότερα από το αντίστοιχο ποσό του πρώτου εξαμήνου του 2006, ενώ και η περσινή κίνηση σε σχέση με αυτή του 2005 είχε εμφανίσει αύξηση της τάξεως του 10%.(*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.