μετακιόνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μετακιόνιον τὰ μετακιόνι
      γενική τοῦ μετακιονίου τῶν μετακιονίων
      δοτική τῷ μετακιονί τοῖς μετακιονίοις
    αιτιατική τὸ μετακιόνιον τὰ μετακιόνι
     κλητική ! μετακιόνιον μετακιόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετακιονίω
γεν-δοτ τοῖν  μετακιονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετακιόνιον < μετα- + κιόνιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική κίων

Ουσιαστικό

μετακιόνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • τετρακιόνιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.