κάφρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάφρος οι κάφροι
      γενική του κάφρου των κάφρων
    αιτιατική τον κάφρο τους κάφρους
     κλητική κάφρε κάφροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάφρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cafro < αγγλική kaffir / kaffer < αραβική كفار (kaffār: άπιστος) < كفر (kafara: απιστώ) < ρίζα ك ف ر ‎(k-f-r)

Ουσιαστικό

κάφρος αρσενικό

  1. κάποιος που δρα χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη του τα συναισθήματα ή/και την ενόχληση των άλλων
    ο κάφρος είπε ότι θα με περίμενε στη στάση του λεωφορείου αλλά τελικά πήγε για καφέ
    μου πήρε 10 ευρώ για να με βοηθήσει με την άσκηση του σχολείου! Πολύ κάφρος!
    στο φουαγιέ έχει πινακίδες που απαγορεύουν το κάπνισμα αλλά οι κάφροι τις έχουν γραμμένες στα παλιότερα των υποδημάτων τους

Σημειώσεις

  • Το ουσιαστικό είναι αρσενικού γένους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς άρθρο ως προσδιορισμός και για γυναίκες
    Αυτή η γυναίκα είναι κάφρος.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.