κάφρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κάφρος | οι | κάφροι |
| γενική | του | κάφρου | των | κάφρων |
| αιτιατική | τον | κάφρο | τους | κάφρους |
| κλητική | κάφρε | κάφροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κάφρος αρσενικό
- κάποιος που δρα χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη του τα συναισθήματα ή/και την ενόχληση των άλλων
- ο κάφρος είπε ότι θα με περίμενε στη στάση του λεωφορείου αλλά τελικά πήγε για καφέ
- μου πήρε 10 ευρώ για να με βοηθήσει με την άσκηση του σχολείου! Πολύ κάφρος!
- στο φουαγιέ έχει πινακίδες που απαγορεύουν το κάπνισμα αλλά οι κάφροι τις έχουν γραμμένες στα παλιότερα των υποδημάτων τους
Σημειώσεις
- Το ουσιαστικό είναι αρσενικού γένους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς άρθρο ως προσδιορισμός και για γυναίκες
- Αυτή η γυναίκα είναι κάφρος.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κάφρος
|
→ δείτε τις λέξεις άξεστος, απολίτιστος και αφιλότιμος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.