καφρίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφρίλα οι καφρίλες
      γενική της καφρίλας
    αιτιατική την καφρίλα τις καφρίλες
     κλητική καφρίλα καφρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καφρίλα < κάφρ(ος) + -ίλα

Ουσιαστικό

καφρίλα θηλυκό

  1. η ιδιότητα τού να είναι κανείς κάφρος
  2. ένα πλήθος κάφρων

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.