αφιλότιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιλότιμος η αφιλότιμη το αφιλότιμο
      γενική του αφιλότιμου της αφιλότιμης του αφιλότιμου
    αιτιατική τον αφιλότιμο την αφιλότιμη το αφιλότιμο
     κλητική αφιλότιμε αφιλότιμη αφιλότιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιλότιμοι οι αφιλότιμες τα αφιλότιμα
      γενική των αφιλότιμων των αφιλότιμων των αφιλότιμων
    αιτιατική τους αφιλότιμους τις αφιλότιμες τα αφιλότιμα
     κλητική αφιλότιμοι αφιλότιμες αφιλότιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφιλότιμος < α- (στερητικό) + φιλότιμο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.fiˈlo.ti.mos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /a.fiˈlo.ti.mi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /a.fiˈlo.ti.mo/ ουδέτερο

Επίθετο

αφιλότιμος, -η, -ο

  1. που δεν έχει φιλότιμο, που δε νοιάζεται για την υπόληψη ή την τιμή
     συνώνυμα: αδιάντροπος, αναίσχυντος
  2. (οικείο) που καταφέρνει να ξεπερνά διάφορες καταστάσεις με επιτυχία
     συνώνυμα: μπαγάσας
  3. (ως χαρακτηρισμός) για κάποιον που προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.