κάρυο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάρυο τα κάρυα
      γενική του καρύου
& κάρυου
των καρύων
    αιτιατική το κάρυο τα κάρυα
     κλητική κάρυο κάρυα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάρυο < αρχαία ελληνική κάρυον

Ουσιαστικό

κάρυο και κάρυον ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) το καρύδι, ο καρπός της καρυδιάς. Ακόμα παλιότερα το κάρυο ήταν γενικά ο καρπός με σκληρό περίβλημα και σε ορισμένες περιοχές έλεγαν ποντιακά κάρυα τα πικραμύγδαλα, Ηρακλεώτικα κάρυα τα φουντούκια κ.λπ. Παντού έλεγαν ινδικά κάρυα τις καρύδες
    • το κουκούτσι, ο πυρήνας
  2. (ανατομία) ο πυρήνας του κυττάρου
  3. (βοτανική) τύπος καρπού με σκληρό κέλυφος

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.