φουντουκιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουντουκιά | οι | φουντουκιές |
| γενική | της | φουντουκιάς | των | φουντουκιών |
| αιτιατική | τη | φουντουκιά | τις | φουντουκιές |
| κλητική | φουντουκιά | φουντουκιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- → δείτε τη λέξη φουντούκι
Ουσιαστικό
φουντουκιά θηλυκό
- φυλλοβόλο δένδρο ή θάμνος (λατινική ονομασία Corylus)· καρποί του τα φουντούκια
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.