φουντουκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουντουκιά οι φουντουκιές
      γενική της φουντουκιάς των φουντουκιών
    αιτιατική τη φουντουκιά τις φουντουκιές
     κλητική φουντουκιά φουντουκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  φουντούκι

Ουσιαστικό

φουντουκιά θηλυκό


Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.