καρυδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρυδιά οι καρυδιές
      γενική της καρυδιάς των καρυδιών
    αιτιατική την καρυδιά τις καρυδιές
     κλητική καρυδιά καρυδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φύλλα και καρποί της καρυδιάς.
Έπιπλο από καρυδιά.

Ετυμολογία

καρυδιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καρυδιά θηλυκό

  1. (δέντρο) το φυλλοβόλο δέντρο του γένους Juglans, με μεγάλα φύλλα και με καρπό το καρύδι· καλλιεργείται και για το καρπό και για το ξύλο του
  2. το ξύλο αυτού του δέντρου
    έφτιαξε τραπεζαρία από καρυδιά

Εκφράσεις

  • κάθε καρυδιάς καρύδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.