Κάργας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κάργας | οι | Κάργες & Καργαίοι |
| γενική | του | Κάργα | των | — Καργαίων |
| αιτιατική | τον | Κάργα | τους | Κάργες & Καργαίοι |
| κλητική | Κάργα | Κάργες & Καργαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κάργας < (άμεσο δάνειο) τουρκική karga (κόρακας) + -ς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkaɾ.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κάρ‐γας
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kargas
Αναφορές
- Κάργας σελ.103 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.