κάπρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάπρος οι κάπροι
      γενική του κάπρου των κάπρων
    αιτιατική τον κάπρο τους κάπρους
     κλητική κάπρε κάπροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάπρος < αρχαία ελληνική κάπρος

Ουσιαστικό

κάπρος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.