κάλλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κάλλιος η κάλλια το κάλλιο
      γενική του κάλλιου της κάλλιας του κάλλιου
    αιτιατική τον κάλλιο την κάλλια το κάλλιο
     κλητική κάλλιε κάλλια κάλλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κάλλιοι οι κάλλιες τα κάλλια
      γενική των κάλλιων των κάλλιων των κάλλιων
    αιτιατική τους κάλλιους τις κάλλιες τα κάλλια
     κλητική κάλλιοι κάλλιες κάλλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κάλλιος < μεσαιωνική ελληνική κάλλιος / καλλίος / καλλιός < αρχαία ελληνική καλλίων, συγκριτικός βαθμός του καλός

Επίθετο

κάλλιος

  1. καλύτερος, προτιμότερος
  2. ωραιότερος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.