κάλλιο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάλλιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάλλιο < αρχαία ελληνική κάλλιον, συγκριτικό του καλῶς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ʎo/
Παροιμίες
- κάλλιο αργά παρά ποτέ
- κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα κι ακαρτέρει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.