κάλλια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάλλια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάλλια / καλλιά < αρχαία ελληνική κάλλιον στον πληθυντικό, ουδέτερο του καλλίων, υπερθετικός βαθμός του καλός

Επίρρημα

κάλλια (ιδιωματικό)

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κάλλια < αρχαία ελληνική κάλλιον στον πληθυντικό, ουδέτερο του καλλίων, υπερθετικός βαθμός του καλός

Επίρρημα

κάλλια, συγκριτικός:καλλιότερα

Εκφράσεις

  • κάλλια ἔχω (προτιμώ)
  • γιὰ καλλιά μου

Συγγενικά

  • καλλιάζω

 και δείτε τη λέξη καλός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.