caso

Ιταλικά (it)

Προφορά

 

Ετυμολογία 1

caso < λατινική cāsus < cado < πρωτοϊταλική *kadō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱad- (πέφτω).
caso > νέα ελληνικά : κάζο

Ουσιαστικό

caso (it)

Ετυμολογία 2

caso < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

caso (it)

  • (διαλεκτικά της Εμίλια-Ρομάνια) (γαστρονομία) το τυρί



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
caso casos

caso (pt) αρσενικό

  1. η περίπτωση
  2. η υπόθεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.