imprévu
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | imprévu | imprévus |
| θηλυκό | imprévue | imprévues |
imprévu (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| imprévu | imprévus |
imprévu (fr) αρσενικό
- κάτι το απρόοπτο, το απρόβλεπτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.