fiasco
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- fiasco < (άμεσο δάνειο) ιταλική far fiasco (αποτυγχάνω)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fiasco | fiascos |
fiasco (fr) αρσενικό
- το φιάσκο
- (μεταφορικά) σεξουαλική αποτυχία στον άνδρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.