μενεξεδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μενεξεδής η μενεξεδιά το μενεξεδί
      γενική του μενεξεδή
& μενεξεδιού
της μενεξεδιάς του μενεξεδιού
(μενεξεδί)
    αιτιατική τον μενεξεδή τη μενεξεδιά το μενεξεδί
     κλητική μενεξεδή μενεξεδιά μενεξεδί
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μενεξεδιοί οι μενεξεδιές τα μενεξεδιά
      γενική των μενεξεδιών των μενεξεδιών των μενεξεδιών
    αιτιατική τους μενεξεδιούς τις μενεξεδιές τα μενεξεδιά
     κλητική μενεξεδιοί μενεξεδιές μενεξεδιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, μενεξεδί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μενεξεδής < μενεξές, μενεξεδ- + -ής[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ne.kseˈðis/

Επίθετο

μενεξεδής, -ιά, -ί και άκλιτο μενεξεδί

  1. που έχει μενεξεδί χρώμα, το χρώμα του μενεξέ
    μενεξεδής (χρώμα):   
     συνώνυμα: μενεξεδένιος, βιολετής, μαβής και  δείτε τη λέξη μοβ
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μενεξεδί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.