ιχνογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχνογραφία οι ιχνογραφίες
      γενική της ιχνογραφίας των ιχνογραφιών
    αιτιατική την ιχνογραφία τις ιχνογραφίες
     κλητική ιχνογραφία ιχνογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έργο ιχνογραφίας

Ετυμολογία

ιχνογραφία < αρχαία ελληνική ἰχνογραφία

Ουσιαστικό

ιχνογραφία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.