ιχνηλασιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιχνηλασιμότητα οι ιχνηλασιμότητες
      γενική της ιχνηλασιμότητας των ιχνηλασιμοτήτων
    αιτιατική την ιχνηλασιμότητα τις ιχνηλασιμότητες
     κλητική ιχνηλασιμότητα ιχνηλασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιχνηλασιμότητα < ιχνηλάσιμος + -ότητα

Ουσιαστικό

ιχνηλασιμότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.