ἰχνηλάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἰχνηλᾰτα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἰχνηλάτης | οἱ | ἰχνηλάται | |
| γενική | τοῦ | ἰχνηλάτου | τῶν | ἰχνηλατῶν | |
| δοτική | τῷ | ἰχνηλάτῃ | τοῖς | ἰχνηλάταις | |
| αιτιατική | τὸν | ἰχνηλάτην | τοὺς | ἰχνηλάτᾱς | |
| κλητική ὦ! | ἰχνηλάτᾰ | ἰχνηλάται | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰχνηλάτᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰχνηλάταιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἰχνηλάτης (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική ἴχνος) ἰχν- + ελάτ- με έκταση του αρκτικού <ἐ> σε ήτα λόγω της σύνθεσης < (ἐλαύνω) + -ης[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: ιχνηλάτης
Ουσιαστικό
ἰχνηλάτης, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- ο ιχνηλάτης (κυρίως μεταφορικά: της αλήθειας)
- ἰχνελάτης (ποιητικός τύπος)
Παράγωγα
Αναφορές
- «ιχνηλατώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἰχνηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.