ιχνηλατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιχνηλατικός | η | ιχνηλατική | το | ιχνηλατικό |
| γενική | του | ιχνηλατικού | της | ιχνηλατικής | του | ιχνηλατικού |
| αιτιατική | τον | ιχνηλατικό | την | ιχνηλατική | το | ιχνηλατικό |
| κλητική | ιχνηλατικέ | ιχνηλατική | ιχνηλατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιχνηλατικοί | οι | ιχνηλατικές | τα | ιχνηλατικά |
| γενική | των | ιχνηλατικών | των | ιχνηλατικών | των | ιχνηλατικών |
| αιτιατική | τους | ιχνηλατικούς | τις | ιχνηλατικές | τα | ιχνηλατικά |
| κλητική | ιχνηλατικοί | ιχνηλατικές | ιχνηλατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιχνηλατικός < ελληνιστική κοινή ἰχνηλατικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ιχνηλατώ
Μεταφράσεις
ιχνηλατικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.