-ηλάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -ηλάτης οι -ηλάτες
      γενική του -ηλάτη των -ηλατών
    αιτιατική τον -ηλάτη τους -ηλάτες
     κλητική -ηλάτη -ηλάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ηλάτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ηλάτης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈla.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λάτης

Επίθημα

-ηλάτης αρσενικό

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ηλάτης στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -ηλάτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.