ιχθυοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιχθυοειδής η ιχθυοειδής το ιχθυοειδές
      γενική του ιχθυοειδούς* της ιχθυοειδούς του ιχθυοειδούς
    αιτιατική τον ιχθυοειδή την ιχθυοειδή το ιχθυοειδές
     κλητική ιχθυοειδή(ς) ιχθυοειδής ιχθυοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιχθυοειδείς οι ιχθυοειδείς τα ιχθυοειδή
      γενική των ιχθυοειδών των ιχθυοειδών των ιχθυοειδών
    αιτιατική τους ιχθυοειδείς τις ιχθυοειδείς τα ιχθυοειδή
     κλητική ιχθυοειδείς ιχθυοειδείς ιχθυοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιχθυοειδής < αρχαία ελληνική ἰχθυοειδής

Επίθετο

ιχθυοειδής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.