ισότιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισότιμος η ισότιμη το ισότιμο
      γενική του ισότιμου της ισότιμης του ισότιμου
    αιτιατική τον ισότιμο την ισότιμη το ισότιμο
     κλητική ισότιμε ισότιμη ισότιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισότιμοι οι ισότιμες τα ισότιμα
      γενική των ισότιμων των ισότιμων των ισότιμων
    αιτιατική τους ισότιμους τις ισότιμες τα ισότιμα
     κλητική ισότιμοι ισότιμες ισότιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισότιμος < (ελληνιστική κοινή) ἰσότιμος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈso.ti.mos/

Επίθετο

ισότιμος, -η, -ο

  1. που έχει την ίδια τιμή, την ίδια (οικονομική) αξία με κάποιον ή κάτι άλλο
  2. που έχει την ίδια τιμή, την ίδια (ηθική) αξία ή κύρος με κάποιον άλλο
  3. που απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα ή έχει τις ίδιες υποχρεώσεις με κάποιον άλλο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.