ισοτιμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοτιμία | οι | ισοτιμίες |
| γενική | της | ισοτιμίας | των | ισοτιμιών |
| αιτιατική | την | ισοτιμία | τις | ισοτιμίες |
| κλητική | ισοτιμία | ισοτιμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισοτιμία < (ελληνιστική κοινή) ἰσοτιμία < ἴσος + τιμή
Ουσιαστικό
ισοτιμία θηλυκό
- η ισότιμη σχέση σε πολιτικό, ηθικό ή άλλο επίπεδο
- (οικονομία) η ονομαστική αξιακή σχέση μεταξύ νομισμάτων διαφορετικών χωρών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.