ισοτιμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοτιμία οι ισοτιμίες
      γενική της ισοτιμίας των ισοτιμιών
    αιτιατική την ισοτιμία τις ισοτιμίες
     κλητική ισοτιμία ισοτιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισοτιμία < (ελληνιστική κοινή) ἰσοτιμία < ἴσος + τιμή

Ουσιαστικό

ισοτιμία θηλυκό

  1. η ισότιμη σχέση σε πολιτικό, ηθικό ή άλλο επίπεδο
  2. (οικονομία) η ονομαστική αξιακή σχέση μεταξύ νομισμάτων διαφορετικών χωρών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.