ισχαιμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ισχαιμικός | η | ισχαιμική | το | ισχαιμικό |
| γενική | του | ισχαιμικού | της | ισχαιμικής | του | ισχαιμικού |
| αιτιατική | τον | ισχαιμικό | την | ισχαιμική | το | ισχαιμικό |
| κλητική | ισχαιμικέ | ισχαιμική | ισχαιμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ισχαιμικοί | οι | ισχαιμικές | τα | ισχαιμικά |
| γενική | των | ισχαιμικών | των | ισχαιμικών | των | ισχαιμικών |
| αιτιατική | τους | ισχαιμικούς | τις | ισχαιμικές | τα | ισχαιμικά |
| κλητική | ισχαιμικοί | ισχαιμικές | ισχαιμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ισχαιμικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ischémique < ischémie + -ique < αρχαία ελληνική ἴσχαιμος < ἴσχω + αἷμα
Επίθετο
ισχαιμικός, -ή, -ό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.