ισχαιμικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ισχαιμικών
- γενική πληθυντικού του ισχαιμικός
- γενική πληθυντικού του ισχαιμική
- γενική πληθυντικού του ισχαιμικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.