ιστοριογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ιστοριογράφος | οι | ιστοριογράφοι |
| γενική | του/της | ιστοριογράφου | των | ιστοριογράφων |
| αιτιατική | τον/την | ιστοριογράφο | τους/τις | ιστοριογράφους |
| κλητική | ιστοριογράφε | ιστοριογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sto.ɾi.oˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στο‐ρι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
ιστοριογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ιστοριογράφος
|
|
Αναφορές
- ιστοριογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.