ιστιοφορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστιοφορία οι ιστιοφορίες
      γενική της ιστιοφορίας των ιστιοφοριών
    αιτιατική την ιστιοφορία τις ιστιοφορίες
     κλητική ιστιοφορία ιστιοφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστιοφορία < ιστίο + φέρω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ιστιοφορία θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) το σύνολο των "ανοιγμένων" ιστίων {πανιών} που φέρει ένα ιστιοφόρο πλοίο επί των ιστών (καταρτιών) του, κατά τον χρόνο που ιστιοδρομεί.
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός)τα πανιά που φοράει το καράβι στη κίνησή του
    Η ιστιοφορία διακρίνεται σε χειμερινή και σε θερινή, όπου και η πλήρης, ή κανονική.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.