βελάγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βελάγιο | τα | βελάγια |
| γενική | του | βελάγιου | των | βελάγιων |
| αιτιατική | το | βελάγιο | τα | βελάγια |
| κλητική | βελάγιο | βελάγια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βελάγιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική voilure
Ουσιαστικό
βελάγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το σύνολο των "ανοιγμένων" πανιών που φέρει ένα ιστιοφόρο, κατά τον χρόνο που ιστιοδρομεί
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βελάγιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.