ισοτροπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισοτροπία | οι | ισοτροπίες |
| γενική | της | ισοτροπίας | των | ισοτροπιών |
| αιτιατική | την | ισοτροπία | τις | ισοτροπίες |
| κλητική | ισοτροπία | ισοτροπίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισοτροπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: < (άμεσο δάνειο) αγγλική isotropy, γαλλικά: isotropie < αρχαία ελληνική ἴσος ισο- + τρόπ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
ισοτροπία θηλυκό
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ισότροπος
- ομοιογένεια
- ανισοτροπία
-
isotropy στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.