ανισοτροπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανισοτροπία | οι | ανισοτροπίες |
| γενική | της | ανισοτροπίας | των | ανισοτροπιών |
| αιτιατική | την | ανισοτροπία | τις | ανισοτροπίες |
| κλητική | ανισοτροπία | ανισοτροπίες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανισοτροπία < (καθαρεύουσα) ἀνισοτροπία,[1] ανισότροπ(ος) + -ία, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anisotropie < anisotrope (ανισότροπος) ή από την αγγλική anisotropy < anisotrope < αρχαία ελληνική ἀν- (αν- στερητικό + (ελληνιστική κοινή) ἰσότροπος) [2][3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ni.so.tɾoˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐σο‐τρο‐πί‐α
Ουσιαστικό
ανισοτροπία θηλυκό
- (φυσική) η ιδιότητα του ανισότροπου, η μεταβολή των φυσικών ιδιοτήτων ανάλογα με την κατεύθυνση
- ↪ Τα πετρώματα κόβονται ανάλογα με τις διευθύνσεις ανισοτροπίας τους.
Αντώνυμα
-
anisotropy στην αγγλική Βικιπαίδεια

- δυστροπία
- ορθοτροπία
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ανισοτροπία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανισοτροπία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.