αξιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιακός η αξιακή το αξιακό
      γενική του αξιακού της αξιακής του αξιακού
    αιτιατική τον αξιακό την αξιακή το αξιακό
     κλητική αξιακέ αξιακή αξιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιακοί οι αξιακές τα αξιακά
      γενική των αξιακών των αξιακών των αξιακών
    αιτιατική τους αξιακούς τις αξιακές τα αξιακά
     κλητική αξιακοί αξιακές αξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αξιακός < αξία + -ακός

Επίθετο

αξιακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την αξία ή τις αξίες ή αναφέρεται σ’ αυτές
    Η παιδεία ως πρόταγμα συνιστά την κεντρική έννοια του αρχαιοελληνικού αξιακού κώδικα αλλά και το πρόγραμμα της υπερδισχιλιετούς φιλοσοφικής παράδοσης της Δύσης. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.