ισοθερμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοθερμικός η ισοθερμική το ισοθερμικό
      γενική του ισοθερμικού της ισοθερμικής του ισοθερμικού
    αιτιατική τον ισοθερμικό την ισοθερμική το ισοθερμικό
     κλητική ισοθερμικέ ισοθερμική ισοθερμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοθερμικοί οι ισοθερμικές τα ισοθερμικά
      γενική των ισοθερμικών των ισοθερμικών των ισοθερμικών
    αιτιατική τους ισοθερμικούς τις ισοθερμικές τα ισοθερμικά
     κλητική ισοθερμικοί ισοθερμικές ισοθερμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ισοθερμικός < ισοθερμία + -ικός

Επίθετο

ισοθερμικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται στην ισοθερμία
  2. που είναι έτσι κατασκευασμένος, ώστε να μην επιτρέπει την ανταλλαγή θερμότητας με το περιβάλλον και επομένως να διατηρεί σταθερή θερμοκρασία στο εσωτερικό του
      Αν θέλετε να μεταφέρετε κατεψυγμένα τρόφιμα και δεν έχετε φορητό ψυγείο, μπορείτε να τα τοποθετήσετε σε ισοθερμικές σακούλες.
    • για ρούχα που καλύπτουν μεγάλο μέρος του σώματος
      ισοθερμικά εσώρουχα, ισοθερμική φόρμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.