ιονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιονισμένος η ιονισμένη το ιονισμένο
      γενική του ιονισμένου της ιονισμένης του ιονισμένου
    αιτιατική τον ιονισμένο την ιονισμένη το ιονισμένο
     κλητική ιονισμένε ιονισμένη ιονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιονισμένοι οι ιονισμένες τα ιονισμένα
      γενική των ιονισμένων των ιονισμένων των ιονισμένων
    αιτιατική τους ιονισμένους τις ιονισμένες τα ιονισμένα
     κλητική ιονισμένοι ιονισμένες ιονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιονίζω

Μετοχή

ιονισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη ιονίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.