ιονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιονίζω < διαγλωσσική ορολογία ionize < αρχαία ελληνική ἰόν + -ίζω [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.oˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ο‐νί‐ζω
Ρήμα
ιονίζω, αόρ.: ιόνισα, παθ.φωνή: ιονίζομαι, π.αόρ.: ιονίστηκα, μτχ.π.π.: ιονισμένος
- (φυσική) φορτίζω θετικά ή αρνητικά ένα άτομο ή ένα μόριο ώστε να το μετατρέψω σε ιόν
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιονίζω | ιόνιζα | θα ιονίζω | να ιονίζω | ιονίζοντας | |
| β' ενικ. | ιονίζεις | ιόνιζες | θα ιονίζεις | να ιονίζεις | ιόνιζε | |
| γ' ενικ. | ιονίζει | ιόνιζε | θα ιονίζει | να ιονίζει | ||
| α' πληθ. | ιονίζουμε | ιονίζαμε | θα ιονίζουμε | να ιονίζουμε | ||
| β' πληθ. | ιονίζετε | ιονίζατε | θα ιονίζετε | να ιονίζετε | ιονίζετε | |
| γ' πληθ. | ιονίζουν(ε) | ιόνιζαν ιονίζαν(ε) |
θα ιονίζουν(ε) | να ιονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιόνισα | θα ιονίσω | να ιονίσω | ιονίσει | ||
| β' ενικ. | ιόνισες | θα ιονίσεις | να ιονίσεις | ιόνισε | ||
| γ' ενικ. | ιόνισε | θα ιονίσει | να ιονίσει | |||
| α' πληθ. | ιονίσαμε | θα ιονίσουμε | να ιονίσουμε | |||
| β' πληθ. | ιονίσατε | θα ιονίσετε | να ιονίσετε | ιονίστε | ||
| γ' πληθ. | ιόνισαν ιονίσαν(ε) |
θα ιονίσουν(ε) | να ιονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιονίσει | είχα ιονίσει | θα έχω ιονίσει | να έχω ιονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιονίσει | είχες ιονίσει | θα έχεις ιονίσει | να έχεις ιονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιονίσει | είχε ιονίσει | θα έχει ιονίσει | να έχει ιονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιονίσει | είχαμε ιονίσει | θα έχουμε ιονίσει | να έχουμε ιονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιονίσει | είχατε ιονίσει | θα έχετε ιονίσει | να έχετε ιονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιονίσει | είχαν ιονίσει | θα έχουν ιονίσει | να έχουν ιονίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιονίζομαι | ιονιζόμουν(α) | θα ιονίζομαι | να ιονίζομαι | ||
| β' ενικ. | ιονίζεσαι | ιονιζόσουν(α) | θα ιονίζεσαι | να ιονίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | ιονίζεται | ιονιζόταν(ε) | θα ιονίζεται | να ιονίζεται | ||
| α' πληθ. | ιονιζόμαστε | ιονιζόμαστε ιονιζόμασταν |
θα ιονιζόμαστε | να ιονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ιονίζεστε | ιονιζόσαστε ιονιζόσασταν |
θα ιονίζεστε | να ιονίζεστε | (ιονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ιονίζονται | ιονίζονταν ιονιζόντουσαν |
θα ιονίζονται | να ιονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιονίστηκα | θα ιονιστώ | να ιονιστώ | ιονιστεί | ||
| β' ενικ. | ιονίστηκες | θα ιονιστείς | να ιονιστείς | ιονίσου | ||
| γ' ενικ. | ιονίστηκε | θα ιονιστεί | να ιονιστεί | |||
| α' πληθ. | ιονιστήκαμε | θα ιονιστούμε | να ιονιστούμε | |||
| β' πληθ. | ιονιστήκατε | θα ιονιστείτε | να ιονιστείτε | ιονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ιονίστηκαν ιονιστήκαν(ε) |
θα ιονιστούν(ε) | να ιονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ιονιστεί | είχα ιονιστεί | θα έχω ιονιστεί | να έχω ιονιστεί | ιονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ιονιστεί | είχες ιονιστεί | θα έχεις ιονιστεί | να έχεις ιονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ιονιστεί | είχε ιονιστεί | θα έχει ιονιστεί | να έχει ιονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιονιστεί | είχαμε ιονιστεί | θα έχουμε ιονιστεί | να έχουμε ιονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ιονιστεί | είχατε ιονιστεί | θα έχετε ιονιστεί | να έχετε ιονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιονιστεί | είχαν ιονιστεί | θα έχουν ιονιστεί | να έχουν ιονιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ιονισμένος - είμαστε, είστε, είναι ιονισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ιονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ιονισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ιονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ιονισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ιονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ιονισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ιονίζω
|
Αναφορές
- ιονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.