ινίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ινίδιο τα ινίδια
      γενική του ινίδιου
& ινιδίου
των ινίδιων
& ινιδίων
    αιτιατική το ινίδιο τα ινίδια
     κλητική ινίδιο ινίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ινίδιο < ίνα + -ίδιο < αρχαία ελληνική ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s ‎(δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fibrille)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈni.ði.o/

Ουσιαστικό

ινίδιο ουδέτερο

  1. μικρή ίνα
  2. (ανατομία) εξαιρετικά λεπτή μυϊκή ίνα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ίνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.