ιλιγγιώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιλιγγιώδης | η | ιλιγγιώδης | το | ιλιγγιώδες |
| γενική | του | ιλιγγιώδους | της | ιλιγγιώδους | του | ιλιγγιώδους |
| αιτιατική | τον | ιλιγγιώδη | την | ιλιγγιώδη | το | ιλιγγιώδες |
| κλητική | ιλιγγιώδη(ς) | ιλιγγιώδης | ιλιγγιώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιλιγγιώδεις | οι | ιλιγγιώδεις | τα | ιλιγγιώδη |
| γενική | των | ιλιγγιωδών | των | ιλιγγιωδών | των | ιλιγγιωδών |
| αιτιατική | τους | ιλιγγιώδεις | τις | ιλιγγιώδεις | τα | ιλιγγιώδη |
| κλητική | ιλιγγιώδεις | ιλιγγιώδεις | ιλιγγιώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιλιγγιώδης < αρχαία ελληνική ἰλιγγιώδης
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.liŋ.ɟiˈo.ðis/
Συγγενικά
- ιλιγγιωδώς
- → δείτε τη λέξη ίλιγγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.