ιλιγγιωδώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιλιγγιωδώς < καθαρεύουσα ἰλιγγιωδῶς < ἰλιγγιώδ(ης) + -ῶς < ελληνιστική κοινή ἰλιγγιώδης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.liŋ.ɟi.oˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιλιγγιωδώς

Επίρρημα

ιλιγγιωδώς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.