ιδιωφελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιωφελής | η | ιδιωφελής | το | ιδιωφελές |
| γενική | του | ιδιωφελούς* | της | ιδιωφελούς | του | ιδιωφελούς |
| αιτιατική | τον | ιδιωφελή | την | ιδιωφελή | το | ιδιωφελές |
| κλητική | ιδιωφελή(ς) | ιδιωφελής | ιδιωφελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιωφελείς | οι | ιδιωφελείς | τα | ιδιωφελή |
| γενική | των | ιδιωφελών | των | ιδιωφελών | των | ιδιωφελών |
| αιτιατική | τους | ιδιωφελείς | τις | ιδιωφελείς | τα | ιδιωφελή |
| κλητική | ιδιωφελείς | ιδιωφελείς | ιδιωφελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιδιωφελής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰδιωφελής < ἰδι(o) + -ωφελής < ὀφελής [1]
Επίθετο
ιδιωφελής
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ιδιωφελής
|
|
- {{Π:Μπαμπινιώτης 2002
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.