ιδιωφέλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιωφέλεια οι ιδιωφέλειες
      γενική της ιδιωφέλειας των ιδιωφελειών
    αιτιατική την ιδιωφέλεια τις ιδιωφέλειες
     κλητική ιδιωφέλεια ιδιωφέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιωφέλεια < ιδιωφελής + -εια < ελληνιστική κοινή ἰδιωφελής

Ουσιαστικό

ιδιωφέλεια θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.