ἰδιωφελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ῐδιωφελεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἰδιωφελής | τὸ | ἰδιωφελές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἰδιωφελοῦς | τοῦ | ἰδιωφελοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἰδιωφελεῖ | τῷ | ἰδιωφελεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἰδιωφελῆ | τὸ | ἰδιωφελές | ||
| κλητική ὦ! | ἰδιωφελές | ἰδιωφελές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἰδιωφελεῖς | τὰ | ἰδιωφελῆ | ||
| γενική | τῶν | ἰδιωφελῶν | τῶν | ἰδιωφελῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἰδιωφελέσῐ(ν) | τοῖς | ἰδιωφελέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἰδιωφελεῖς | τὰ | ἰδιωφελῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἰδιωφελεῖς | ἰδιωφελῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰδιωφελεῖ | τὼ | ἰδιωφελεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἰδιωφελοῖν | τοῖν | ἰδιωφελοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἰδιωφελής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἰδι(o)- + -ωφελής < ὀφελής
Αντώνυμα
Πηγές
- ἰδιωφελής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.