ἰδιωφελής

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ῐδιωφελεσ-
ονομαστική / ἰδιωφελής τὸ ἰδιωφελές
      γενική τοῦ/τῆς ἰδιωφελοῦς τοῦ ἰδιωφελοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἰδιωφελεῖ τῷ ἰδιωφελεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἰδιωφελ τὸ ἰδιωφελές
     κλητική ! ἰδιωφελές ἰδιωφελές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἰδιωφελεῖς τὰ ἰδιωφελ
      γενική τῶν ἰδιωφελῶν τῶν ἰδιωφελῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἰδιωφελέσ(ν) τοῖς ἰδιωφελέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἰδιωφελεῖς τὰ ἰδιωφελ
     κλητική ! ἰδιωφελεῖς ἰδιωφελ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἰδιωφελεῖ τὼ ἰδιωφελεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἰδιωφελοῖν τοῖν ἰδιωφελοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἰδιωφελής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἰδι(o)- + -ωφελής < ὀφελής

Επίθετο

ἰδιωφελής, -ής, -ές

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.