ιδιωματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιδιωματικός | η | ιδιωματική | το | ιδιωματικό |
| γενική | του | ιδιωματικού | της | ιδιωματικής | του | ιδιωματικού |
| αιτιατική | τον | ιδιωματικό | την | ιδιωματική | το | ιδιωματικό |
| κλητική | ιδιωματικέ | ιδιωματική | ιδιωματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιδιωματικοί | οι | ιδιωματικές | τα | ιδιωματικά |
| γενική | των | ιδιωματικών | των | ιδιωματικών | των | ιδιωματικών |
| αιτιατική | τους | ιδιωματικούς | τις | ιδιωματικές | τα | ιδιωματικά |
| κλητική | ιδιωματικοί | ιδιωματικές | ιδιωματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ιδιωματικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που αναφέρεται σε ένα γλωσσικό ιδίωμα ή διάλεκτο, σε έναν ιδιωματισμό με σημασία που διαφέρει από την κοινή
- → και δείτε τις λέξεις ιδιωτισμός και έκφραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.