ιδιοκατασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιοκατασκευή οι ιδιοκατασκευές
      γενική της ιδιοκατασκευής των ιδιοκατασκευών
    αιτιατική την ιδιοκατασκευή τις ιδιοκατασκευές
     κλητική ιδιοκατασκευή ιδιοκατασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδιοκατασκευή < ιδιο- + κατασκευή

Ουσιαστικό

ιδιοκατασκευή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.